- επίλαρχος
- οαξιωματικός τού ιππικού επικεφαλής επιλαρχίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίλ-αρχος (< ίλη + άρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επίλαρχος — ο βαθμός αξιωματικού του ιππικού ή των θωρακισμένων αντίστοιχος προς το βαθμό του ταγματάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλάρχης — ἐπιλάρχης, ὁ (Α) ο επίλαρχος … Dictionary of Greek
επιλαρχία — η (Α ἐπιλαρχία) [επίλαρχος] νεοελλ. υποδιαίρεση συντάγματος ιππικού αντίστοιχη με τάγμα πεζικού αρχ. στρατιωτική μονάδα τών Μακεδόνων κυρίως, από δύο ίλες (δηλ. εκατόν είκοσι οκτώ ιππείς) … Dictionary of Greek
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… … Dictionary of Greek